- παγχρόνιος
- παγ-χρόνιος, ον,A persisting throughout all time, Dam. ap. Simp.in Ph.776.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παγχρόνιος — παγχρόνιος, ον (Α) αυτός που διαρκεί καθ όλο το χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρόνιος (< χρόνος)] … Dictionary of Greek
παγχρόνιον — παγχρόνιος persisting throughout all time masc/fem acc sg παγχρόνιος persisting throughout all time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχρονία — η γλωσσ. όρος που αναφέρεται στη συνδυαστική, διαχρονική και συγχρονική θεώρηση τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. panchronie (< παγχρόνιος)] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek